- ραχίζω
- ῥαχίζω ΝΜΑ, και ῥακχίζω Α [ῥάχις]νεοελλ.(σχετικά με μεγάλο ψάρι που σπαρταρά ακόμη) χτυπώ με το κουπί για να τό αποτελειώσωμσν.-αρχ.διαμελίζω, κομματιάζω, φονεύω (α. «διὰ τὸ τὴν πρώτην καὶ μεγάλην διακοπὴν κατὰ τὴν ῥάχιν γίνεσθαι», Ησύχ.β. «ἔπαιον, ἐρράχιζον», Αισχύλ.)αρχ.1. χτυπώ το ζώο που προορίζεται για θυσία («ῥαχίζεινπαίειν τὸ ἱερεῑον», Ησύχ.)2. ψευδολογώ με αλαζονεία.
Dictionary of Greek. 2013.